Του ’λεγε να καταφύγει στην ποίηση,
γιατί μπορούσε ως μύστης να την υπηρετήσει,
στην τέχνη της να υψωθεί,
να λυτρωθεί στη δημιουργία
και να μεταλάβει της ζωής την ομορφιά,
στίχο το στίχο,
κι απ’ τη θεία τούτη μετάληψη
τόσοι πιστοί προσκυνητές και λειτουργοί να πιούνε.
Αρνήθηκε τη σιωπή, φοβήθηκε και τον ύμνο,
γιατί η ποίηση δεν είναι του λόγου σμίλεμα
ούτε έμπνευση του απείθαρχου μυαλού.
Απέχει από την τέχνη και τη σπουδή
και δε συνθέτει πανδαισία
ούτε έκφραση είναι και επικοινωνία.
Είναι οργή και σπαραγμός,
άλγος και ορρωδία,
κατάβαση είναι στα σκοτεινά του θανάτου,
και μοίρασμα και σκόρπισμα της ψυχής.
Είναι κραυγή απ’ την άβυσσο,
ανάστασης πισωγύρισμα,
γεννησημιού το φύτρο,
φως αστραπής που φλογίζει των αδύτων
και φαίνονται στο μεγαλείο τους,
τ’ ανθρώπινα τα πάθη.
Του ́λεγε ν ́ αρμενίζει της ζωής,
με θάλασσα το στοχασμό και άνεμο το λόγο.
Οι λέξεις κόκκινα πανιά,
οι στίχοι του κατάρτια,
μακριά απ ́ αβάσταχτα λιμάνια
κι ανυπόφορες στεριές.
Ανεπιτήδευτα της νύχτας αδελφοποιτοί,
το βιώσατε κι οι δυο
με ταυτισμένη σκέψη.
Δεν είναι η ποίηση διαφυγή
και γλίστρημα στο χρόνο,
ούτε καταφυγή κι αρμένισμα ονείρου.
Οδύνη είναι στ’ αδιέξοδο
και παράδοση στη μοναξιά τ’ απείρου.
Γι αυτό και δεν διαβάζεται,
παρά ομολογείται.
ΠΟΙΗΣΗ by Γεώργιος Αλεξανδρής is licensed under a Creative Commons Attribution 3.0 Unported License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.
Πρόσφατα σχόλια