Γλίστρησε το χέρι της στα μαλλιά του,
του πέρασε στη χούφτα ένα κλωνί βασιλικό
και τον έβγαλε με την ευχή στο δρόμο,
μάτι κακό να μην τον δει,
λόγος πικρός μην ακουστεί
και να ’χει καλογραμμένο ριζικό.
Δεν είχε τίποτε άλλο η μάνα να του πει,
τίποτε να του δώσει.
Είχε αδειάσει την ψυχή, όλα του τα ’χε δώσει.
Έστεκε ο κύρης ανέκφραστος πιο κει
κι έριξε τη ματιά του καρφί και χάδι,
ν’ απλώσει κι άλλο η γη, δρόμοι να τον χωρέσουν,
να δέσει στην οδύνη, χωρίς υπεκφυγή,
στην ευφορία, να υψωθεί μ’ ευθύνη,
χωρίς μέτρο στο πρωί και υπολογισμό στο βράδυ.
Δεν είχε τίποτε άλλο να προσθέσει,
όλα του τα ’χε τάξει.
Άφωνο γιομάτο στόμα, όλα του τα ’χε τάξει.
Τον πρόλαβε στου μεσημεριού την υπεροψία
και γητευτή θωρώντας τον στα πάθη,
του έφερε στη χούφτα του τα μαλλιά της
την αγριάδα των καιρών να ημερέψει
και τ’ όνειρο το άγουρο να πλέξει,
δώθε από την παραίτηση και κείθε από τη θλίψη.
Δεν είχε τίποτε άλλο εκείνη να του φέρει,
τίποτε να του πει.
Άφθαρτη γλώσσα της σιωπής ‚όλα του τα ’χε πει.
Και η ζωή, του άνοιξε το μυστικό μετόχι,
την ώρα που δρασκέλιζε τις ύποπτες ρωγμές
κι άφηνε πίσω του όλες του τις μικρές στιγμές,
σπονδή κι αυτός ως μύστης να προσφέρει,
τη μήτρα μάνα ν’ αρνηθεί
και στο φως του ήλιου να εξαγνιστεί.
Δεν είχε τίποτε άλλο απ’ τη ζωή να πάρει,
τίποτε για να ζήσει.
Έζησε το αιώνιο και όλα τα είχε ζήσει.
ΣΠΟΝΔΕΣ by Γεώργιος Αλεξανδρής is licensed under a Creative Commons Attribution 3.0 Unported License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.
Πρόσφατα σχόλια