Skip to content

ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ

Σημά­δευε η ανα­το­λή κορ­φές κι αγνά­ντια,
σμί­λευε πλα­γιές κι αλώνια,ζέσταινε λημέ­ρια
κι όσο σκαρ­φά­λω­νε ο ήλιος τ’ ουρα­νού
και παι­χνί­δι­ζε με χρώ­μα­τα και σκιές,
ο Δρί­σκος ‚δαψί­λευε ασπα­σμούς στο Μιτσικέλι.

Αγέ­ρι ομορ­φο­χτέ­νι­ζε δεντρο­σει­ρές και λόγ­γους,
σεγιά­νι­σε αλα­φρο­πά­τη­το στου Κάστρου τα σοκά­κια,
κανά­κε­ψε γλυ­κό­λο­γα στο ταπει­νό Νησά­κι
κι αφού σιγο­ψι­θύ­ρι­σε φιλιώ­μα­τα της λίμνης,
στο σπή­λαιο, στο Πέρα­μα, καρ­τέ­ρε­ψε την ηχώ του.

Κι η πόλη, αστρο­χάι­δευ­τη στην αγκα­λιά της λίμνης,
ξυπνού­σε αυτά­ρε­σκα μες στην αχλύ των θρύ­λων,
αρχό­ντισ­σα στις μνή­μες της κυρά στις παρα­δό­σεις
και κορ­φο­λο­γού­σε στου ήλιου τα ματο­τσί­νο­ρα
της νιό­φερ­της αυγής την ανά­σα ‚τη βιά­ση της ημέ­ρας.

Κι εκεί στον Μώλο π’ άνοι­γε ο ουρα­νός τις αυλές του,
στη λίμνη που στρα­φτά­λι­ζαν οι ομορ­φιές του κόσμου,
οι φλο­γι­σμέ­νες τους ψυχές στή­σα­νε πανή­γυ­ρη γιορ­τά­σι,
στο φλοί­σβο αντη­χή­σα­νε οι χτύ­ποι της καρ­διάς τους
και κίναε η ζωή φωτιά στης γης το χορο­στά­σι.

Με τρε­μά­με­να χέρια , λόγια λει­ψά και μάτια σκιαγ­μέ­να,
πλά­ται­ναν τους ορί­ζο­ντες το „σ’ αγα­πώ” να χωρέ­σουν,
ψηλό φτε­ρού­γι­σμα ψυχής, απά­ντη­μα μοι­ρο­γραμ­μέ­νο,
χωρίς προσ­δο­κί­ες κι ενο­χές, δίχως στοι­χειώ­μα­τα και φόβους,
μαρ­τύ­ριο λυτρω­τι­κό για τ’ όνει­ρο που κούρ­σευαν αντάμα.

Creative Commons License
Αυτό­μα­το προ­σχέ­διο by Γεώρ­γιος Αλε­ξαν­δρής is licensed under a Creative Commons Attribution 4.0 International License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.