Μπροστά από την πραμάτεια γυρολόι.
Κεφάλια σκυμμένα και ώμοι γερτοί,
πολύφερτα χέρια και πρόσωπα σκαμμένα,
που αδειάζουν την ψυχή τους
στην προσδοκία και την απειλή,
που ξορκίζουν τον αδιόρατο φόβο
μ’ ευχές και καλημέρες,
που ζυγιάζουν την ανάγκη
με παρακαλετά κι ασύνορες βρισιές
για θεούς και ανθρώπους,
αναμετριούνται απ’ το πρωί
με της ζωής το χρέος.
Γόργεψε την αλητεία της η μέρα,
κι έγινε ο δρόμος κοίτη χωρίς όχθες.
Σέρνεται τ’ ανθρωπομάνι στριμωγμένο,
αργοκίνητο, βουβό κι αξόμπλιαστο
με μάτια στεγνά χωρίς ορίζοντα
κι μ’ ένα σφυροκόπο νου
να καρφώνει της ψυχής τ’ απομεινάρια
και να συναρμολογεί τα συντρίμια
σε μια άσκοπη διαδρομή,
για του χρόνου και τη δική του αγυρτεία,
έτσι διαλυμένος που φάνταζε και κενός
γιατί έπρεπε από κάπου να πιαστεί.
Κι εσύ μοίραζες το γέλιο και το δρόμο
κι άνθιζες μεσοστρατίς γυναίκα.
Ευτύχησε στο ξάφνιασμα η αγορά
κι αντίφεξε στα μάτια τους η χαρά.
Γλύκανε κι αυτός ο νους
καθώς έγειρε στο όνειρο δειλά
και τόλμησε εχέμυθα να πει
πως είσαι και δική τους.
Κι αφέθηκες να σε τρυγούν
με σεβασμό κι αποδοχή
πως δεν είναι κτήμα η ομορφιά,
παρά αντίδωρο, απλόχερα μοιρασμένη.
ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ by Γεώργιος Αλεξανδρής is licensed under a Creative Commons Attribution 3.0 Unported License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.
Πρόσφατα σχόλια