Τους είπαν πως θα στήσουν με κρίνα τους φράχτες,
η φιλία και η αδελφοσύνη στα σύνορα ν’ ανθίσουν,
και το γέλιο, πλατύ θα σκορπίσουν στους δρόμους
για να γίνουν όλοι αδερφοί, στης γης την απλωσιά.
Υποσχέθηκαν πως θα στολίσουν αυλές και πλατείες,
πως στις αλάνες θ’ ακούγονται των παιδιών οι φωνές,
στρατοκόποι θα σφυρίζουν της ξεγνοιασιάς τραγούδια
και θα σμίγουν οι γείτονες στο γλεντοκόπι της χαράς.
Και πίστεψαν πως άνοιξαν όλες της γης οι γωνιές,
πως φτερούγισε η αγάπη πρωινό γλυκόλαλο πουλί
κι άνοιξε η ψυχή τους τα χέρια, σε διάπλατη αγκαλιά,
τον άγνωστο, φιλόξενα να σφίξουν, αδερφό να τον πουν.
Και ξημέρωσαν με το κροντήρι της μέθης και του χορού.
Λευκά μαντήλια αγνάντεψαν και κάλεσμα υποδοχής,
χελιδόνια να φτερουγίζουν και αηδόνια να λαλούν,
σ’ έναν ασύννεφο ουρανό και στη δροσιά του ανέμου.
Όμως ήτανε δόλος και πλάνη της ειρήνης οι δάφνες,
οι αγκαλιές εγκλεισμοί και οι λόγοι, πολέμου ιαχή.
Οι γωνιές της γης γίνανε τάφοι και κλάμα το γέλιο,
αλάφιασμα κι απότακτη η ζωή ‚κραυγή στη δυστυχία.
Τους ήθελαν απρόσωπη μάζα, χωρίς φωνή και εστία.
Οι συνεδρίες τους, στέγαστρα απανθρωπιάς και βίας.
Οι φράχτες γίνανε τείχη ψηλά, διάβαση να μην υπάρχει.
Διωγμοί χωρίς καταφυγή και στην απόγνωση η ψυχή.
Αυτόματο προσχέδιο by Γεώργιος Αλεξανδρής is licensed under a Creative Commons Attribution 4.0 International License.
Based on a work at alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.
Πρόσφατα σχόλια