Skip to content

ΟΙ ΦΡΑΧΤΕΣ

Τους είπαν πως  θα στή­σουν  με κρί­να τους φρά­χτες,
η φιλία και η αδελ­φο­σύ­νη στα σύνο­ρα ν’ ανθί­σουν,
και το γέλιο, πλα­τύ θα σκορ­πί­σουν στους δρό­μους
για να γίνουν όλοι αδερ­φοί, στης γης την απλωσιά.

Υπο­σχέ­θη­καν πως θα στο­λί­σουν αυλές και πλα­τεί­ες,
πως στις αλά­νες θ’ ακού­γο­νται των παι­διών οι φωνές,
στρα­το­κό­ποι θα σφυ­ρί­ζουν της ξεγνοια­σιάς τρα­γού­δια
και θα σμί­γουν οι γεί­το­νες στο γλε­ντο­κό­πι της χαράς.

Και πίστε­ψαν πως άνοι­ξαν όλες της γης οι γωνιές,
πως φτε­ρού­γι­σε η αγά­πη πρω­ι­νό γλυ­κό­λα­λο που­λί
κι άνοι­ξε η ψυχή τους τα χέρια, σε διά­πλα­τη αγκα­λιά,
τον  άγνω­στο, φιλό­ξε­να να σφί­ξουν, αδερ­φό να τον πουν.

Και ξημέ­ρω­σαν με το κρο­ντή­ρι της μέθης και του χορού.
Λευ­κά μαντή­λια αγνά­ντε­ψαν και κάλε­σμα υπο­δο­χής,
χελι­δό­νια να φτε­ρου­γί­ζουν και αηδό­νια να λαλούν,
σ’ έναν ασύν­νε­φο ουρα­νό και στη δρο­σιά του ανέμου.

Όμως ήτα­νε δόλος και πλά­νη της ειρή­νης οι δάφ­νες,
οι αγκα­λιές εγκλει­σμοί και οι λόγοι, πολέ­μου ιαχή.
Οι γωνιές της γης γίνα­νε τάφοι και κλά­μα το γέλιο,
αλά­φια­σμα κι από­τα­κτη η ζωή ‚κραυ­γή στη δυστυχία.

Τους ήθε­λαν απρό­σω­πη μάζα, χωρίς φωνή και εστία.
Οι συνε­δρί­ες τους, στέ­γα­στρα απαν­θρω­πιάς και βίας.
Οι φρά­χτες γίνα­νε τεί­χη ψηλά, διά­βα­ση να μην υπάρ­χει.
Διωγ­μοί χωρίς κατα­φυ­γή και στην από­γνω­ση η ψυχή.

Creative Commons License
Αυτό­μα­το προ­σχέ­διο by Γεώρ­γιος Αλε­ξαν­δρής is licensed under a Creative Commons Attribution 4.0 International License.
Based on a work at alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.