Πορφύρωναν στο λιόγερμα ορίζοντες κι αγνάντια,
στερνά, οι ίσκιοι λίγνευαν τ’ απόκληρα κορμιά τους
και πέτρωναν απόμερα ‚βλέμματα εκστασιασμένα.
Πτυχές ο φόβος δίπλωσε σε πρόσωπα σταφιδιασμένα,
χέρια σταυροκοπήθηκαν πάνω σε στήθια ξέψυχα
και θράσεψαν οι θύμησες στα ύστερα του νόστου.
Καθένας έφτανε ως τα όρια και τις απαντοχές του,
έσκυβε στις αλήθειες του κι έβλεπε τους εγκλεισμούς του.
Στάθμευε η ζωή ανάμεσα στο δέος και τη γνώση.
Σύναζαν γιορτές, αντάμωσες κι αλαργινά ταξίδια,
να δούνε κείθε από τα όνειρα, ίσαμε τη γωνιά τους,
τα θαύματα που δεν πρόλαβε η ζωή να τους μετρήσει.
Σουρούπωνε και έγερνε η μέρα στα παράπονά της,
κι η νύχτα ανάγκαζε τη σιωπή, βέβαιη για το τέλος.
Είχε αρχή η ανατολή κι η δύση ακολουθούσε.
ΣΟΥΡΟΥΠΟ by Γεώργιος Αλεξανδρής is licensed under a Creative Commons Attribution 3.0 Unported License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.
Πρόσφατα σχόλια