Βιαζόμασταν να προλάβουμε
σε κείνες τις μικρές και ασυμμάζευτες άνοιξες,
τα άβαφα και ασήμαδα της νιότης χρόνια,
τ’ ανύποπτα σκιρτήματα, τα όνειρα τ’ αθώα
γιατί η ζωή είχε άργητες κι αδύναμες φωνές
κι εμείς γυρεύαμε απαντοχές κι αναπολήσεις.
Αγωνιούσαμε να μοιραστούμε
σε κείνα τα άστεγα κι ανυπότακτα καλοκαίρια,
της ψυχής τα κρυφά και αλόγιαστα πάθη,
τις δειλίες του νου και τ’ αμαρτήματά του
γιατί στένευαν οι καιροί και θράσευαν οι πόθοι
στου λυτρωμού το τέλειωμα και την αθανασία.
Κι αποτολμήσαμε να παραδοθούμε
σε κείνη την έκσταση της απόλυτης συντριβής,
με τις εκμυστηρεύσεις και τις αυθόρμητες υποταγές,
με τ’ άμωμο προσκύνημα στο ιερό του δέους
για να ‘ναι το σμίξιμο ταξίδεμα μακρινό,
λεύτερο κι ανυπεράσπιστο από καημό κι ελπίδες.
Κι ευτυχήσαμε να ολοκληρωθούμε
σε κείνες τις τελετές μυσταγωγίας και κατάνυξης,
με την ταπεινότητα του αμοιβαίου απαραγμού,
με την έπαρση της εξομολογητικής παραφοράς,
πριν ακόμη συμβιβαστούμε με επώδυνες αποδράσεις
σ’ έναν ήσυχο, ευλαβή και ασυγχώρητο γυρισμό.
12−3−17
ΑΛΑΡΓΙΝΑ ΚΑΙ ΕΥΛΑΒΗ by Γεώργιος Αλεξανδρής is licensed under a Creative Commons Attribution 4.0 International License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.
Πρόσφατα σχόλια