Της μοναξιάς η άβυσσος,
αρχίζει από την αθωότητα της νύχτας,
όταν η ανάσα της ακούγεται μελωδία,
το βλέμμα της γίνεται πλησμονή και χρώμα,
και η απουσία σου αφοσίωση και λατρεία.
Βαθαίνει στην κόκκινη θάλασσα των ματιών σου
που άγρυπνα πνίγονται κι αυτά
στην προσμονή και την απορία,
σε όρθρο βαθύ που δέονται ανέλπιδα,
και στοιχειώνεται σε μια ραγισματιά του χρόνου
που άνοιξαν σαν σφίχτηκαν αβέβαια τα χέρια,
σε χείλη που στέγνωσαν σαν είπανε,
μισό, το μεγάλο λόγο.
Σε σύνοδο καταφυγής και λύτρωσης απόψε,
αγύρτισσες σκέψεις σύναξα και πεθυμιές λαχτάρες,
μα απαντοχή καμία.
Δείλιασαν οι λογισμοί χωρίς την προσδοκία,
άδειασε η ψυχή από όνειρα,
κι απόμεινα, η νύχτα να με λεηλατεί
και η απουσία σου να με κουρσεύει.
Έγινε η μοναξιά απόγνωση
και η σιωπή της νύχτας φόβος.
Αργεί και το ξημέρωμα
και πού να αποδράσω,
που ’ναι οι μνήμες άμαθες
και πηγαιμό στο δρόμο σου δεν έχουν.
ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ Η ΑΒΥΣΣΟΣ by Γεώργιος Αλεξανδρής is licensed under a Creative Commons Attribution 3.0 Unported License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.
Πρόσφατα σχόλια