Skip to content

ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Τι να το κάνω το κρα­σί που με κερ­νούν οι φίλοι
και τα γλυ­κά τα λόγια τους που φέρ­νου­νε στα χεί­λη.
Ο πόνος μου δε γιά­νε­ται δε φεύ­γει ο καη­μός μου
με το κρα­σί το δυνα­τό, με τα γλυ­κά τρα­γού­δια
και με χορούς απα­νω­τούς, με μέθη στο κεφά­λι.
Την κόρη οπού αγά­πη­σα άλλος τηνε χορεύ­ει.
Της δίνει το μαντή­λι του γλυ­κά τη συντρο­φεύ­ει.
Άλλος την έχει δίπλα του και την κρυ­φο­κοι­τά­ζει
της παίρ­νει μίλη­μα γλυ­κό και χάδι απ’ τη ματιά της
και γεύ­ε­ται το μέλι της που στά­ζει η θωριά της,
τρε­λαί­νε­ται στα κάλ­λη της, στην τόση ομορ­φιά της.
Πλά­να του έρω­τα διπλά, δίχτυα της έχει στή­σει
και την καρ­διά της κυνη­γά, τον κάθε λογι­σμό της
να της τα κάνει κτή­μα­τα κι εμέ­να το φτω­χό της
που τη συνά­ντη­σα κρυ­φά και μου ‘δωσε αγά­πη
με πρό­δω­σε η άτι­μη στην πιο καλή ημέ­ρα,
σήμε­ρα που χορεύ­ου­νε και όλοι τρα­γου­δού­νε
στο πανη­γύ­ρι του χωριού, η άτι­μη, λαμπά­δα
έκα­νε την καρ­δού­λα μου κερί σε μανουά­λι
και καί­γο­μαι μες στη φωτιά, λιώ­νω σ’ αυτήν την πίκρα.
Δεν τον βαστώ τον πόνο μου κι άλλο δεν τον αντέ­χω
να κάθε­ται απέ­να­ντι στο κοντι­νό τρα­πέ­ζι
να με κοι­τά­ζει ειρω­νι­κά μαζί μου να γελά­ει
να παί­ζει με τον πόνο μου, με τη φτω­χή  καρ­διά μου
και πρέ­πει γρή­γο­ρα από δω τα πόδια μου να παίρ­νω
πριν χάσω μέσα στην οργή, στον πόνο τα λογι­κά μου
και βάψω πέν­θι­μη, νεκρή μέρα χαρι­τω­μέ­νη
για μια γυναί­κα άτι­μη, προ­δό­τρα μιση­μέ­νη.
–Θα φύγω φίλοι καρ­δια­κοί και φίλοι αγα­πη­μέ­νοι.
Βαρέ­θη­κα τα όργα­να εχόρ­τα­σα το γλέ­ντι
και νιώ­θω ζάλη τρο­με­ρή να ‘ρχε­ται στο κεφά­λι.
Κρα­σί ερού­φη­ξα πολύ, χόρε­ψα παρα­πά­νω
και τώρα βλέ­πω τον ουρα­νό, τη γη κι όλα τα δέν­δρα
να κάνουν κύκλους γρή­γο­ρους στα μάτια εμπρο­στά μου.
Θα φύγω απ’ το τρα­πέ­ζι σας και χάνω τη χαρά σας.
Σχω­ρέ­στε με που δεν μπο­ρώ άλλο πια να καθή­σω
και τη γιορ­τή όσο κρα­τά κι εγώ να συνε­χί­σω.
Καλό κρα­σί σας εύχο­μαι φίλοι αγα­πη­μέ­νοι
κι απ’ το χορό να φύγε­τε στερ­νά ευτυ­χι­σμέ­νοι.
–Είναι παρά­ξε­νο αυτό σε πανη­γύ­ρι απά­νω
να φεύ­γεις Γιάν­νο απαρ­χής και το κρα­σί ν’ αφή­νεις
να χάνεις την παρέα μας ‚ν’ αρνιέ­σαι τη χαρά μας.
Ποτέ δεν μας συνή­θι­σες να φεύ­γεις μεθυ­σμέ­νος
και το χορό κατά­κο­πος ν’ αφή­νεις ζαλι­σμέ­νος.
Εσύ μας έλε­γες παι­διά, πως το κρα­σί μας πίνει
και το πιο­τό ν’ αφή­σου­με σου λέγα­με στη μέση.
Δεν σε πει­ρά­ζει το κρα­σί κι ακό­μα το αντέ­χεις.
Στα λογι­κά σου φαί­νε­σαι και ζάλη εσύ δεν έχεις.
Όμως για­τί αρνιέ­σαι τη χαρά που στή­σα­με εδώ γύρω;
Τα όργα­να παί­ζουν μαγι­κά , το γλέ­ντι είναι ωραίο.
Κοί­τα­ξε, μπή­καν κοπέλ­λες στο χορό, ξαν­θιές και μαυ­ρομ­μά­τες.
Κάτσε να δεις την κόρη σου και πάλι θα χορέ­ψει
και το μαντή­λι σου να δεις γλυ­κά θα το γυρέ­ψει.
–Θα φύγω φίλοι καρ­δια­κοί μην με κρα­τά­τε άλλο.
Πιστέψ­τε με εμέ­θυ­σα, στα πόδια μου δεν στέ­κω.
Θα φύγω τώρα γρή­γο­ρα πριν γίνου­με ρεζί­λι.
–Κοί­τα­ξε, βγαί­νει η ξαν­θιά σου στο χορό και δώσε το μαντή­λι,
σύρε μαζί της το χορό για να χαρού­με οι φίλοι.
–Αυτή θε να’ μπει στο χορό να δεί­ξει το κορ­μί της
όμως τα μάτια της τα δυο σε άλλον  πια τα δίνει.
Πρέ­πει να φύγω φίλοι μου πριν γίνει το κακό
και μάσου­με όλοι μας κατά­ρες από το χωριό.
–Γιάν­νο γι’ αυτήν εμέ­θυ­σες γι’ αυτήν θέλεις να φύγεις.
Μα αν είσαι φίλος καρ­δια­κός και φίλος μπι­στε­μέ­νος
μη φύγεις απ’ το γλέ­ντι μας για­τί είσαι αντρειω­μέ­νος
και θα χορέ­ψεις την ξαν­θιά θα δώσεις το μαντή­λι.
Μαζί σου θα σύρει το χορό θα μετα­νιώ­σει ο ξένος
που τόλ­μη­σε να σηκω­θεί γλυ­κά να την κοι­τά­ξει.
–Αυτό ποτέ να μη συμ­βεί, ποτέ μην το σκε­φτεί­τε.
Δική της είναι η καρ­διά δικά της και τα μάτια.
Αγά­πη ποτέ δεν πιά­νε­ται με ζόρι και με βία.
–Αν στο χορό της δεν θα μπεις να δώσεις το μαντή­λι,
αρνιέ­σαι τη φιλία μας αρνιέ­σαι την ανδρειά σου ‚
ρεζί­λι θα γίνεις στο χωριό και την τιμή θα χάσεις.
Έβγα ρε Γιάν­νο στο χορό πριν φύγει το τρα­γού­δι
και δώσε το μαντή­λι σου τώρα που χορεύ­ει.
Αν σ’ αγα­πά τρε­λά, πιστά, θα σου το απο­δεί­ξει.
Θα πιά­σει το μαντή­λι σου τον ξένο θε ν’ αφή­σει
κι αν παλ­λη­κά­ρι ο ξένος θελή­σει για να  δεί­ξει,
τότε θα κλά­ψει γρή­γο­ρα  στη μέρα αυτή που ήρθε
στο πανη­γύ­ρι να χαρεί, κοπέ­λες να χορέ­ψει.
–Με βαλα­ντώ­σα­τε πολύ,το αίμα μου ανά­φτει
ο πόνος μου είναι πιο βαθύς απ’ του καη­μού τα βάθη.
Θέλω να φύγω από δω μα η αγά­πη δεν μ’ αφή­νει
και στο χορό της θε να μπω μαντή­λι θα της δώσω
κι αν το αρνη­θεί ειρω­νι­κά, στον κόσμο θα την βρί­σω,
το πρό­σω­πό της τ’ όμορ­φο με μίσος θα το φτύ­σω.
–Χαρι­τω­μέ­νη λυγε­ρή, πανέ­μορ­φη στο δεί­λι
δεί­ξε μου την αγά­πη σου και κρά­τα το μαντή­λι,
μαζί για να χορέ­ψου­με και άφη­σε τον ξένο.
Θα είναι γλυ­κιά θεού χαρά αυτό το πανη­γύ­ρι,
αν το χερά­κι σου απα­λό μες στο δικό μου γεί­ρει!
–Γιάν­νο δεν έπρε­πε να ‘ρθείς και να ‘μπεις στο χορό μου.
Είναι μεγά­λη προ­σβο­λή γι ‘ αυτόν που έχω στο πλευ­ρό μου.
Βλέ­πει ο κόσμος και γελά, το μυστι­κό εχά­θη.
Όμως αφού το θέλη­σες πολύ μαζί μου να χορέ­ψεις,
χαι­ρέ­τη­σε πρώ­τα καρ­δια­κά τον ξένο, αδερ­φό μου!

Creative Commons License
Αυτό­μα­το προ­σχέ­διο by Γεώρ­γιος Αλε­ξαν­δρής is licensed under a Creative Commons Attribution 4.0 International License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.