Skip to content

ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΤΟ ΓΡΑΜΜΕΝΟ

–Πολύ το τρέ­χεις γιό­κα μου το μαύ­ρο σου το άτι.
Βαρύς ο δρό­μος που πατείς κι η από­στα­ση μεγά­λη.
Κατά­κο­πος μου φαί­νε­σαι παρά τη λεβε­ντιά σου
που έχεις δίπλα για βοη­θό στο κάθε πάτη­μά σου.
Ξενό­φερ­τος μου φαί­νε­σαι σε τού­τα  δω τα μέρη.
Το τι ζητάς, το πού θα πας, μπο­ρώ να μάθω κάτι;
Το γήρας μ’ έμα­θε πολ­λά μη λάχει σε βοη­θή­σω.
–Γέρο­ντα που σ’ απά­ντη­σα εδώ, κατα­με­σής του δρό­μου
και θέλη­σες με προ­θυ­μιά και με περίσ­σεια αγά­πη,
εμέ τον άγνω­στο βοή­θεια για να μου δώσεις λίγη,
αφου­γκρά­σου το τι θα πω κι ευχα­ρι­στώ για όλα.
–Ιδρώ­τας πολύς σε λού­ζει κατά­ξαν­θε λεβέ­ντη
μα έχεις καρ­διά που λέει και στή­θια που βαστού­νε.
Χαρά στη μάνα πό ‘καμε τέτοιο παλ­λη­κά­ρι
και το ‘χει για στο­λί­δι της μονά­κρι­βο καμά­ρι.
–Γέρο­ντα  σ’ ευχα­ρι­στώ για τα καλά σου λόγια
και  θέλω κάτι να μου πεις, κάτι να μ’ ορμη­νέ­ψεις
κι αν βγει ο λόγος σου σωστός και παι­νε­μέ­νος,
πατέ­ρα θα σε κάνω εγώ τιμή και σέβας θα ‘χεις
για­τί ο πραγ­μα­τι­κός στο χώμα βρί­σκε­ται θαμ­μέ­νος.
–Ορφα­νός είσαι παι­δά­κι μου, χωρίς γλυ­κό πατέ­ρα
γι ‘ αυτό το βλέμ­μα σου είναι βαρύ και λυπη­μέ­νο;
Τον χάρο­ντα ψάχνεις για να βρεις εκδί­κη­ση να πάρεις
που σου  ‘στει­λε την ορφα­νιά σαν μαύ­ρη καται­γί­δα;
–Χήρα με γέν­νη­σε η φτω­χή και Σάβ­βα­το ημέ­ρα.
Πατέ­ρα δεν εγνώ­ρι­σα σε όλη τη ζωή μου.
Είναι πολ­λά τα βάσα­να που σέρ­νει η ψυχή μου.
Φωτιά και λάβα πέσα­νε όλα μαζί σ’ εμέ­να,
εθό­λω­σεν ο νους και έχα­σα τα λογι­κά μου,
μα ανε­στή­θη η καρ­διά που τώρα με προ­στά­ζει.
Κόρη καλή αγά­πη­σα γέρο­ντα στη ζωή μου.
Την πόθη­σα με πόθη­σε, μ’ ορκί­στη αιώ­νια πίστη,
μα ο δικός μου έρω­τας δεν είναι απλή αγά­πη.
Φλό­γες φωτιάς με ζώνου­νε, μου καί­νε το κορ­μί μου.
Νερό ζητώ να πιω, στα χεί­λη της το βρί­σκω,
νερό κρυ­στάλ­λι­νο καθα­ρό, γαρ­γα­ρω­μέ­νο νέκταρ.
Στα μάτια της τα όμορ­φα, τα μαρ­γα­ρι­τα­ρέ­νια
πο ’χουν το χρώ­μα τ’ ουρα­νού και της αυγής τη χάρη,
τον κάθε πόνο μου ξεχνώ και της ζωής τα πάθη.
Μα μοί­ρα κακή μας μοί­ρα­νε, κακό μεγά­λο εφά­νη.
Αρρώ­στια την επλά­κω­σε βαριά και βασα­νί­στρα
και το κρε­βά­τι σύντρο­φο το έκα­με και λιώ­νει.
Για­τροί περά­σα­νε πολ­λοί ’π’ ανα­το­λή και δύση.
Αγιά­τρευ­τη η αρρώ­στια της που λιώ­νει το κορ­μί της.
Είναι γραμ­μέ­νο γέρο­ντα, έτσι μου είπαν όλοι
τον κάτω κόσμο για να δει, εκεί για να μισέ­ψει,
εμέ  ν’ αφή­σει έρη­μο, το χάρο να ζηλέ­ψει.
Δεν μπό­ρε­σα , δεν άντε­ξα στην τόση αυτή αγά­πη.
Φτε­ρά έβα­λε αυτή στ’ αλό­γου μου τα πόδια
και δύνα­μη σε με και θάρ­ρος στην καρ­διά μου,
την μοί­ρα της να πάω να βρω στα πόδια της να πέσω
με δάκρυα πολ­λά καφτά να την παρα­κα­λέ­σω,
να ξέγρα­φε το γραμ­μέ­νο της, το μαύ­ρο πεπρω­μέ­νο,
τι είναι η πρώ­τη στο χωριό  κι είναι δική μου αγά­πη.
Πες μου γέρο­ντα, πες μου μη λάχει και πως ξέρεις
τ’ όμορ­φο παλά­τι της η μοί­ρα έχει κτι­σμέ­νο;
Και­ρό έχω τώρα που πατώ τα χώμα­τα τα ξένα,
μα να την βρω δεν ημπο­ρώ, δεν δύνα­μαι, δεν ξέρω.
Μήπως τη βρή­κες που­θε­νά και μίλη­σες μαζί της,
για μια  ομορ­φο­νιά, που έχει τα μάτια γαλα­νά
και μια χρυ­σή καρ­διά σχι­σμέ­νη σε κομ­μά­τια;
Μίλα καλέ μου γέρο­ντα κι απά­ντη­σέ μου τώρα,
τι μ’ έφα­γε η καρ­τε­ριά κι άλλον και­ρό δεν έχω.
Να την προ­λά­βω ζωντα­νή, γραμ­μέ­νη σ’ αυτούς που ζού­νε,
που χαί­ρο­νται και που γελούν, που τώρα τρα­γου­δού­νε.
Δεν θέλω να χαθεί, δεν θέλω να μ’ αφή­σει
πεντάρ­φα­νο και έρη­μο σ’ αυτήν εδώ τη ζήση.
–Που­λά­κια που ξεβγαί­νου­νε στο πέλα­γος μονά­χα,
γρή­γο­ρα θα κου­ρα­στούν και κάπο­τε θα πέσουν,
θα φύγουν, θα χαθούν, και άλλο δε θα ζήσουν.
Αχ γιε μου, άδι­κα το προ­σπα­θείς κι άσκο­πα το γυρεύ­εις.
–Το θέλω γέρο­ντα πολύ και μην με απελ­πί­ζεις.
–Το βλέ­πεις κεί­νο το βου­νό που  στέ­κε­ται αντί­κρυ;
Παλά­τια χρυ­σο­στό­λι­στα η μοί­ρα έχει  χτι­σμέ­να
και  ν ‘ανε­βείς δεν ημπο­ρείς δεν δύνα­σαι παι­δί μου,
για­τί ο δρό­μος στα­μα­τά καβά­λα στα ριζά του
κι αρχί­ζου­νε κακο­το­πιές, χαρά­δρες και φαράγ­για.
Μονο­πά­τια είναι εκεί, πολ­λά και μπερ­δε­μέ­να,
ανά­με­σά τα στα κλα­ριά σαν φίδια γυρι­σμέ­να,
και τέλος δε θα βρεις και στην κορ­φή ν’ ανέ­βεις,
για­τί όλα φτά­νουν στα μισά και στην κορ­φή κανέ­να.
Πολ­λοί το θέλη­σαν να πάν’ τη μοί­ρα τους να δού­νε
μα πίσω δε γυρί­σα­νε τι είδα­νε να πού­νε.
Το σώμα τους το γεύ­θη­καν ανή­με­ρα θηρία
που  τα ‘χει η μοί­ρα φύλα­κες, βρά­δυ και μεση­μέ­ρι.
–Οι συμ­βου­λές σου συνε­τές, χρό­νια πολ­λά να έχεις
μα εγώ το απο­φά­σι­σα και πίσω δεν γυρί­ζω.
Τ’ ορκί­στη­κα  στη μάνα μου, σε μια μεγά­λη αγά­πη,
το πεπρω­μέ­νο να της δω, μαντά­τα να της φέρω
κι αν δε γυρί­σω πίσω στο φτω­χι­κό μου σπι­τι­κό,
χαρού­με­νος και γελα­στός και γιος ηλιο­φερ­μέ­νος,
στη δόλια μάνα μου να πας, να την  καλο­καρ­δί­σεις
και σ’ αυτήν την όμορ­φη την αγα­πη­τι­κιά μου,
τα άσπρα να φορέ­σου­νε τα γιορ­τι­νά να βάλουν,
τι πως μ’ απά­ντη­σες εδώ τη μοί­ρα να ‘χω δίπλα
και το πικρό γραμ­μέ­νο της άγρα­φο πως εγί­νει
και να με περι­μέ­νου­με απά­νω στη γιορ­τή μου.
Πάρε κι αυτό το φυλα­χτό και δώσ’ το στην καλή μου.
Της στέλ­νω χαι­ρε­τί­σμα­τα απ΄ την περίσ­σεια αγά­πη,
μα πρό­σε­ξε καλά και βάλ­το στο μυα­λό σου,
να μη στο δει η μάνα μου κι αρχί­σει για να κλαί­ει,
μην προ­δο­θεί το μυστι­κό στην όμορ­φη καλή μου
και μάθει το γραμ­μέ­νο μου και κλά­ψει τη θανή μου.

Creative Commons License
Αυτό­μα­το προ­σχέ­διο by Γεώρ­γιος Αλε­ξαν­δρής is licensed under a Creative Commons Attribution 4.0 International License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.