Skip to content

ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

Η μάνα μου,-καλή της ώρα‑,
αφρό­ντι­στο αγιό­κλη­μα στην αυλή
και άγνε­στη ανα­το­λή στο παραθύρι,
από τότε που κρα­τού­σε τις μέρες στην ποδιά της
και μοί­ρα­ζε πρω­ι­νά κι από­βρα­δα στη γειτονιά,
δεν ήξε­ρε από προ­σχή­μα­τα και παινέματα.

Έσκυ­βε πάνω από τους καιρούς
με σκέ­ψη δίστο­μη και λόγο ακονισμένο,
ώρι­μη ανά­γκη αχάλ­κευ­της εποχής
κι ανέ­συ­ρε από ερεί­πια και σιωπές
την ερη­μιά και τα κενά του κόσμου
χωρίς να φοβά­ται από γρα­φές και μνήμες.

Και στο κατό­πι της οι άγου­ρες περπατησιές,
όρκοι ψυχής, ηρω­ι­σμοί κι αστέ­γα­στες θυσίες
στο επό­με­νο ξημέ­ρω­μα να ‘χει ο ο ήλιος χρώμα
από την ομορ­φιά και τη βία του αυθόρμητου
απ’ τη σοφία του θυμού,το πεί­σμα της ουτοπίας,
για­τί δεν ήξε­ρα της επο­χής τους μονολόγους.

Και σημά­δευα πιο κει ορό­ση­μα κι αλήθειες,
ταπει­νές συμ­φω­νί­ες ήθους και σεβασμού,
με αμφι­σβη­τή­σεις, ανα­τρο­πές και ρήξεις
τις ανα­δρο­μές στην από­δρα­ση ν’ αρνηθώ
αλλά φοβή­θη­κα για­τί ο κόσμος μάθαινε
από τον ίσκιο του να μετρά τα όριά του.

8−10−15

Creative Commons License
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ by Γεώρ­γιος Αλε­ξαν­δρής is licensed under a Creative Commons Attribution 4.0 International License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.