Skip to content

ΑΦΕΝΤΡΑ

 

Έρι­χνε ανθούς η άνοι­ξη κι εκεί­νη τα μαλ­λιά της
κι έβρι­σκε ο ήλιος χρώ­μα­τα  και τα παι­διά πλεξούδες,
υφά­δι να πλέ­ξουν της ζωής, με φως να το κεντήσουν.

Η μέρα λίχνι­ζε καη­μούς και  άδεια­ζε η ψυχή του,
στε­ρεύ­αν τα χεί­λη από φωνή και  το κορ­μί  ριγούσε,
καθώς τον έρω­τα σερ­γιά­νι­ζε πίσω απ’ το  παρά­θυ­ρό του.

Μάζε­ψε αντη­λιές μεση­με­ριού και ξόρ­κια από τη νύχτα,
σφύ­ρι­ξε μια του δισταγ­μού και δυο της πεθυ­μιάς του
και βγή­κε στο καρ­τέ­ρε­μα και στην απα­ντο­χή του.

Αφέ­ντρα την απο­κά­λε­σε, Κυρά την προσκαλούσε,
να δια­φε­ντέ­ψει της καρ­διάς, να βου­λη­θεί να σμίξει,
χέρια που κρά­τα­γαν χαρά, λόγια που σπέρ­ναν γέλιο.

Ένιω­σε  αυτή, του νου το λόγια­σμα να χάνε­ται ξωπίσω,
από λαχτά­ρες κι όνει­ρα, σ’ αγλύ­κα­ντες να σκύ­βει προσμονές
και μες στη μνή­μη της να κου­βα­λά, εικό­νες που θα ζούσε.

Και έσφι­ξαν στα χέρια τους χρό­νους μικρούς και ξέθω­ρους καιρούς.
Δυο βλέμ­μα­τα πήγαι­ναν μπρο­στά οι  ανα­μνή­σεις απ’ τον πόθο,
να μαρ­τυ­ρού­νε στ’ αδιέ­ξο­δο και να σιω­πούν στο δίκιο.

Creative Commons License
ΑΦΕΝΤΡΑ by Γεώρ­γιος Αλε­ξαν­δρής is licensed under a Creative Commons Attribution 3.0 Unported License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.
Comment Feed

No Responses (yet)



Some HTML is OK

or, reply to this post via trackback.