Έριχνε ανθούς η άνοιξη κι εκείνη τα μαλλιά της
κι έβρισκε ο ήλιος χρώματα και τα παιδιά πλεξούδες,
υφάδι να πλέξουν της ζωής, με φως να το κεντήσουν.
Η μέρα λίχνιζε καημούς και άδειαζε η ψυχή του,
στερεύαν τα χείλη από φωνή και το κορμί ριγούσε,
καθώς τον έρωτα σεργιάνιζε πίσω απ’ το παράθυρό του.
Μάζεψε αντηλιές μεσημεριού και ξόρκια από τη νύχτα,
σφύριξε μια του δισταγμού και δυο της πεθυμιάς του
και βγήκε στο καρτέρεμα και στην απαντοχή του.
Αφέντρα την αποκάλεσε, Κυρά την προσκαλούσε,
να διαφεντέψει της καρδιάς, να βουληθεί να σμίξει,
χέρια που κράταγαν χαρά, λόγια που σπέρναν γέλιο.
Ένιωσε αυτή, του νου το λόγιασμα να χάνεται ξωπίσω,
από λαχτάρες κι όνειρα, σ’ αγλύκαντες να σκύβει προσμονές
και μες στη μνήμη της να κουβαλά, εικόνες που θα ζούσε.
Και έσφιξαν στα χέρια τους χρόνους μικρούς και ξέθωρους καιρούς.
Δυο βλέμματα πήγαιναν μπροστά οι αναμνήσεις απ’ τον πόθο,
να μαρτυρούνε στ’ αδιέξοδο και να σιωπούν στο δίκιο.
ΑΦΕΝΤΡΑ by Γεώργιος Αλεξανδρής is licensed under a Creative Commons Attribution 3.0 Unported License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.
Πρόσφατα σχόλια