Skip to content

ΣΟΥΡΟΥΠΟ

 

Πορ­φύ­ρω­ναν στο λιό­γερ­μα ορί­ζο­ντες κι αγνάντια,
στερ­νά, οι ίσκιοι λίγνευαν τ’ από­κλη­ρα κορ­μιά τους
και πέτρω­ναν από­με­ρα ‚βλέμ­μα­τα εκστασιασμένα.

Πτυ­χές ο φόβος δίπλω­σε σε πρό­σω­πα σταφιδιασμένα,
χέρια σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν  πάνω σε στή­θια ξέψυχα
και θρά­σε­ψαν οι θύμη­σες στα ύστε­ρα του νόστου.

Καθέ­νας έφτα­νε ως τα όρια και τις απα­ντο­χές του,
έσκυ­βε στις αλή­θειες του κι έβλε­πε τους εγκλει­σμούς του.
Στάθ­μευε η ζωή ανά­με­σα στο δέος και τη γνώση.

Σύνα­ζαν γιορ­τές, αντά­μω­σες κι αλαρ­γι­νά ταξίδια,
να δού­νε κεί­θε από τα όνει­ρα, ίσα­με τη γωνιά τους,
τα θαύ­μα­τα  που δεν πρό­λα­βε η ζωή να τους μετρήσει.

Σου­ρού­πω­νε και  έγερ­νε η μέρα στα παρά­πο­νά της,
κι η νύχτα  ανά­γκα­ζε τη σιω­πή, βέβαιη για το τέλος.
Είχε αρχή η ανα­το­λή κι η δύση ακολουθούσε.

 

Creative Commons License
ΣΟΥΡΟΥΠΟ by Γεώρ­γιος Αλε­ξαν­δρής is licensed under a Creative Commons Attribution 3.0 Unported License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.
Comment Feed

No Responses (yet)



Some HTML is OK

or, reply to this post via trackback.