Πίσω απ’ τη λεύκα σκάλωσε μισόγιομο φεγγάρι
και θάρρεψε στον ίσκιο της πλατύφυλλη η ιτιά.
Ο άνεμος καυχήθηκε στου κυπαρισσιού τ’ αγνάντι,
ο γκιώνης παίνεψε το νυχτέρι του βιγλάτορας στη σκιά,
κι ένα αηδόνι ξέμακρα μονάχο μελαγχολούσε.
Το παιδομάνι ασύνταχτο αλήτευε στην αλάνα
κι οι γείτονες αθώωναν τα δικασμένα τους χρόνια.
Στο σταυροδρόμι έφτυναν αδικαίωτη την οργή τους,
πιο κάτω η σοφία επέμενε σε αφορισμούς και παραδόσεις ,
κι ένα παράθυρο έκλεινε σιγά, τη θλίψη για να στεγάσει.
Σπίτια αγάλματα υπεροπτικά, αυλές στριμωγμένες
κι ο κομπασμός αφρόντιστος στη σιωπή και τη βλαστήμια.
Η μοναξιά πλανόδια, περίγραμμα στους τοίχους,
ο φόβος γύμνωμα ψυχής κι αστέγαστες αλήθειες,
κι η νύχτα να γλιστρά υπόσχεση λίγο πριν ξημερώσει.
Μπροστά από τη λεύκα λίγνευε η ξιπασιά του κόσμου
και στην αλάνα σπούδαζαν τιμή και μεγαλοσύνη.
Στη στροφή, δυο χέρια έσφιγγαν ανάγκες και ιστορία,
σε μια πόρτα, βλέμματα πειστικά ζύγιαζαν αντιθέσεις
κι οι προβολές της νύχτας και η σκέπη, της μέρας μικρογραφίες.
ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ by Γεώργιος Αλεξανδρής is licensed under a Creative Commons Attribution 3.0 Unported License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.
Πρόσφατα σχόλια