Με το λιόγερμα, η Ασκληπιού έγινε μυρμηγκόστρατα. Αργόσχολοι γραφιάδες και υπάλληλοι, κοντόθωροι έμποροι και επαγγελματίες που διατηρούν ακμαίες τις δυνάμεις να λαστιχάρονται μεταξύ δραχμής και χιλιάρικου, καταφερτζήδες άνεργοι κι αβόλευτοι εργάτες, κομψές κυρίες που δρομολογούν την αρχοντική τους καθημερινότητα μεταξύ κουζίνας και λαϊκής αγοράς μηρυκάζοντας την τσίχλα, ανήσυχα κι άμαθα νιάτα που ταλαιπωρούνται και ξοδιάζονται μετέωρα μες στα „κοινωνικώς αποδεκτά” σαράβαλα καλούπια, νεαροί και νεαρές που αλληλοψάχνονται στις παρόδους διεμβολίζοντας την ηθική των απέναντι ορόφων και σαλπίζοντας το δικό τους συμβιβασμό, δειγματοληπτικά ψήγματα κουλτούρας που πασαλείβονται με τα περιοδικά που κρέμονται με μανταλάκι στα περίπτερα κι ανανεώνονται στις στήλες των εφημερίδων, τέντωσαν ξιπασμένα τις κεραίες τους για να επικοινωνήσουν ακόμη μια φορά στη λειτουργία των αναστεναγμών.
Καταφέρνουν σε πέντε μέτρα γης και φιδοσέρνονται. Στροβιλίζονται κι αλληλοσμπρώχνονται στις στομωμένες άκρες της οδού που οριοθέτησε η Τροχαία και μάντρωσαν οι διαφημιστικές πινακίδες, για υπηρεσίες και καπιταλιστικής εμβέλειας καταναλωτικά αγαθά.
Χειρονομούν άρρυθμα για να ενισχύσουν τις φωνητικές τους χορδές, ζυγιάζονται και καθρεφτίζονται στ’ αντιχαιρετίσματα, στα χαμόγελα και στους μορφασμούς.
Υπονοούν και εκμαιεύουν συμπάθειες κι εκτιμήσεις σ’ αυτά που δεν είδαν ούτε άκουσαν,υποθέτουν κι επιβεβαιώνουν έτσι για να δικαιολογούν, φτύνουν για να μη βρίσουν ή από συνήθεια για να λερώνουν τα παπούτσια τους και ν’ αηδιάζουν και παζαρεύουν ως ειδήμονες την πολιτική , τον πολιτισμό, τη φτώχεια και τον έρωτα.
Στις καφετέριες και πιτσαρίες, συμπιέζεται το ελληνικό και παγκόσμιο γυρολόι στις χάντρες του κομπολογιού που αργομετρά σκεπτικά ο μουστακαλής, χωμένος καθώς είναι ως το λαιμό στην πλαστική καρέκλα, εκεί γωνία Ασκληπιού και Καποδίστρια λίγα μέτρα από τη Διοίκηση Χωροφυλακής, ενώ ο φύλακας κόβοντας βόλτες για να παλέψει την ορθοστασία του υπεροπτικά αγναντεύει πόσους μπορεί να ελέγχει.
Περιελίσσεται στο δάχτυλο του νεαρού μάγκα με το βαρύ και απλανές βλέμμα, όπως η αλυσίδα που περιφέρει διαγράφοντας κύκλους μπρος στη μύτη του, μπροστά στην κεντρική είσοδο του Δημαρχείου, ενώ απέναντι οι αυθεντίες προδικάζουν τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών μεταξύ της συνειδητής περιχαράκωσης της ταξικής στρωμάτωσης και πάλης, του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, της του εφικτού ανάγκης και του ότι εφόσον την ιστορία τη δημιουργούν άνθρωποι, είναι κι αυτή κυκλοθυμική.
Το κορίτσι με την ηθική βιασύνη και το γλυκό βάθος στα μάτια, στην τσάντα με τα χαρτομάντηλα και τη θεία λειτουργία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, κουβαλούσε τη σιγουριά των λυμένων φυσικών και μεταφυσικών προβλημάτων.
Ο εύσωμος κύριος στο περίπτερο μ’ οριζοντιωμένη στο κεφάλι του την πινακίδα „πολούντε χαρτοσίμα” άφησε το ακουστικό του τηλεφώνου και διαλάλησε την ανδρική του υπόσταση στον άλλο που περίμενε „άι στο διάολο βρε. Πήρα λάθος αριθμό” κι η ποδοσφαιρόφιλη ομήγυρη πιο δίπλα, γνωμάτευσε πως τελικά η γειτονική ομάδα είναι η μισή δική τους.
Ο σκύλος σταμάτησε στην πόρτα της Αγροτικής Τράπεζας και σήκωσε το πόδι του την ώρα που ο χωροφύλακας κρατώντας το μικρό από το χέρι τον ρωτούσε πατρικά „ξέρεις ποιος είναι ο μπαμπάς σου” αυτός κοιτώντας κάτω κι ο μικρός επάνω.
Στους στύλους αγγελτήρια κηδειών και μνημοσύνων, ανασυρόμενες μνήμες από την προσμονή της λήθης,αφίσες που πετάριζαν στο πρώτο αεράκι και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν κι οι ίσκιοι απ’ τα δέντρα να λικνίζονται αργόσυρτα πίσω από τα τζάμια των βιτρινών.
Και τυμπάνιαζε τούτη η βαβούρα με την ατσαλάκωτη αυθάδεια των εμποράκων που έκλειναν τα μαγαζιά, έχοντας επίγνωση της αξίας του ήχου που κάνει το κλειδί σαν τελική ημερήσια πράξη στον υπολογισμό του κέρδους.
Κορδωνόταν στις φωτεινές επιγραφές,τρύπωνε στις βιτρίνες που νύσταζαν,ανασυντασσόταν στα ζαχαροπλαστεία, κοιλοπονούσε στα βιβλιοπωλεία και ρουφιάνευε κάτω απ’ τις πλαστικές σημαίες των κομμάτων.
Σταφιδιασμένα πρόσωπα, ρουφηγμένα και ξέθωρα μάτια που αλλοιθώριζαν,μαραμένα και ξέπνοα χείλια που δεν είχαν το κουράγιο να σαλέψουν, ζωγράφιζαν στις πλάκες και στην άσφαλτο τις ισοπεδωμένες σκέψεις τους κι άφηναν φτηνούς συλλογισμούς γι’ ανίχνευση, διαπίστωση και εξισορρόπηση.
Ισοπεδωμένοι σε μια κατά προσέγγιση επικοινωνία με κραυγές και νοήματα, αυτόμολοι στο καβούκι της παθητικότητας και αδράνειας. Η αναστενάρισσα Ασκληπιού βούλιαζε στη σιωπή. Πολύβουη στον τελευταίο της ρόγχο, κυνηγημένη σε μια ατέλειωτη φυγή, καταδικασμένη στην παραίτηση, βυθισμένη σε μια χαρακτηριστική άπνοια. Ένας βυθός, ένα κενό, μια τρύπα.
Νιογέννητο και χλωμό το φεγγάρι σουλατσάρισε πίσω απ’ την αντικρινή πολυκατοικία. Σκαρφάλωσε πιο πάνω, τραμπαλίστηκε για λίγο στα σύννεφα κι ύστερα τραβήχτηκε απόμερα. Δεν πρόλαβε να του παραπονεθεί. Δίσταζε. Η Ασκληπιού έχασκε άδεια.Όπως κι αυτός.
Άφησε τη βεράντα, μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα πίσω του όσο πιο αθόρυβα μπορούσε.Ένιωσε την ανάγκη να κάνει μια παραχώρηση στην αλαζονική αυτή μικρόπολη μην την τρομάξει στο μακάριο ύπνο της. Άναψε το φως κι ήρθε και χώθηκε στην καρέκλα. Κρέμασε τα χέρια του ξύλινα,γεφύρωσε το τραπέζι με τα πόδια του κι έκλεισε τα μάτια.Ψιθύρισε κάτι,σμπρώχνοντας γριές θύμησες που του ζητιάνευαν αναπόληση,αναστέναξε να ξαλαφρώσει το στήθος του που τον βάραινε και φάνηκε να ηρεμεί. Κυματούσα θάλασσα κι απόψε η μοναξιά του, τον έπνιξε στην αγκαλιά της.Ατέλειωτος ο βυθός χωρίς αραξοβόλι.Να μπορούσε κάπου να πλευρίσει! Μετάνιωσε που φοβήθηκε κι ανακάθησε απότομα ξεστομίζοντας ” δε θέλω λιμάνια.Δε θέλω τα λιμάνια σας”!
Άρπαξε το πακέτο με τα τσιγάρα από το τραπέζι, έβγαλε ένα, το πέρασε στα ξεραμένα του χείλια και πριν προλάβει να τ’ ανάψει του τράβηξε την προσοχή πάλι η πεταλούδα γύρω από τη λάμπα. Προκλητική κι ακόρεστη συνέχιζε γύρω της το δαιμονισμένο χορό του θανάτου. Γεμάτη πόθο και πάθος, γεμάτη έρωτα να φτάσει στον αιώνιο χορτασμό της ζωής. Εκεί που σμίγουνε οι δυο, τραγούδι με τραγούδι, χορό με χορό και γίνεται το σμίξιμο αυτό ατέλειωτη δίψα του ουρανού πάνω στη γη.
Έκθαμβος, κρεμάστηκε απ΄τα φτερά της που φάνταζαν δυο χέρια απλωμένα να παλεύουν απεγνωσμένα για να νικήσουν, δυο σπίθες να πυρπολούν , δυο δοξάρια να υμνολογούν τη χαρά και το θρήνο.
Που αδυσώπητο γλωσίδι καμπάνας σφυροκοπεί ανελέητα τα σπλάχνα της και την κάνει να βρυχάται,να βογγά, να ξεψυχά και ν’ ανασταίνεται στη δίνη των παλμών και των κραυγών. Εκστασιάστηκε μπροστά στο πρωτόφαντο τούτο πάθοςς της συντριβής, απαλλαγμένη από υστερίες και φόβους γεμάτη από υπεργήινες δονήσεις και μετουσιώθηκε στην κραυγή της.Τούτος ο χορός δεν ήταν πρόσκληση θανάτου.Ήτανη αιώνια πάλη, η τέλεια, η απόλυτη νίκη. Η ίδια η ζωή που ξαμολιέται απ΄τις ταφόπλακες και τα στενά, άπιαστος αγέρας, για να νικήσει και να κουρσέψει.
Και μέσα σε τούτο το μεθύσι που τον είχε συνεπάρει ούρλιαξε.
–Το φως, η ζωή και το πάθος. Η πρόκληση. Μόνο αυτή αγγίζει τη ζωή!
Υστερα σιωπή. Απόκριση καμιά. Οι τοίχοι βουβοί και το δωμάτιο στένευε. Παιχνιδιάρικες αόρατες σκιές αναμαλλιάζονταν μπρος στα μάτια του.Το ρολόι στο κομοδίνο του μετρούσε το βύθισμα της μοναξιάς και της αγωνίας, στον ίδιο πάντα ρυθμό, όπως κάθε βράδυ. Το τηλέφωνο κουλουριασμένο στην άκρη χωρίς φωνή.
Το στήθος του βαρύ. Μια πελώρια πέτρα τον πλάκωνε, τον συνέθλιβε. Πνιγόταν. Η απογοήτευση του βεβήλωνε μυαλό και ψυχή. Η άβυσσος των σκέψεων τον ρούφηξε. Χάθηκε στα ρωτήματα.
” Άνθρωποι και κοινωνία” πρόφερε πικρογελώντας. „Απλώνω τα χέρια μου και πού να σας πιάσω, ανοίγω τα μάτια μου και που να σας δω; Πού, πού”;
Ξάπλωσε μπρούμυτα στο πάτωμα και άπλωσε τα χέρια του ν’ αγκαλιάσει τη γη. Να πιαστεί. Δεν ήθελε ν’ απαλλαχτεί, δεν ήθελε να λυτρωθεί με το συμβιβασμό.Τους τόσους φράχτες που του έστησαν, όταν ήταν μικρό παιδί,που τον νάρκωναν και του στάλαζαν στις φλέβες φρούδες ελπίδες, όνειρα κι ατέλειωτο καρτέρεμα, ήθελε να τους πυρπολήσει. Ν’ ανάψει φως, να δει τους ανθρώπους, να βρει τον εαυτό του,να πανηγυρίσει τη ζωή. Να λευτερωθεί από τούτα τα δεσμά να πετάξει χελιδόνι στο βορεινό σημείο του ορίζοντα και να πάρει έστω μία και μόνο ανάσα. Ίσα ίσα να προλάβει να πει „ζω”.
–Σας λυπάμαι που μπήγετε τα δάχτυλά σας στα μάτια μου. Σας λυπάμαι που με μάθατε ν’ ακούω τους ίδιους ήχους, που με κάνατε όμοιό σας για να μην θέλω ν’ αλλάξω.Τούτο το σύστημα που με τραβά από το γιακά για να χαθώ στην αλλοπρόσαλλη και υδροκέφαλη κοινωνία που στήσατε δεν το θέλω.Δεν θέλω να γίνω κίτρινο φύλλο στον ίσκιο της.
Οι μεγαλοστομίες και οι εκθειάσεις των κίβδηλων ιδεών και ιδανικών σας, είναι φτηνά και άναρθρα λόγια. Η αποκάλυψη της κενότητάς σας, σας φοβίζει.Δικαιολογείτε την παραίτησή σας από την καθημερινή επανάσταση με τον αναγκαίο συμβιβασμό και δηλώνετε αδυναμία. Είστε υποκριτές και σεμνότυφοι που φοβάστε να δείξετε τη γύμνια σας, γυμνούς έτσι καθώς σας έμαθαν να βολεύεστε και να πορεύεστε.Τρομάζετε στης ψυχής τα κρυφομιλήματα, τα θάβετε με αλαλαγμούς και συνθήματα και τους συνοδοιπόρους σας τους φωτίζετε μπροστάρηδες αρχηγούς. Με ταπεινώνετε όταν με μαθαίνετε να σας μιμούμαι, με σμπρώχνετε στο σκοτάδι όταν μ ε αναγκάζετε ν’ ανάψω απ’ το δικό σας φως, μου στερείτε το πάθος όταν μ’ εκπαιδεύετε πότε και πώς ν’ ανησυχώ, με καταπιέζετε και δεν μ’ αφήνετε να δεχτώ την πρόκληση της ζωής.Το ξέχειλο στα πεζοδρόμια άγχος σας με στραγγίζει,τα αναδυόμενα απ’ τις τσέπες οράματά σας με αηδιάζουν.
Μισώ την επιτηδευμένη αναρρίχησή σας σε τάξεις, τίτλους και αξιώματα.
Μισώ τις ακροβασίες σας πάνω στο ψωμί των πεινασμένων, μισώ το ρούφηγμα του ιδρώτα από λιοκαμένα πρόσωπα.
Αρνούμαι τα στρόγγυλα τραπέζια, που καλοταϊσμένα στομάχια κι αδειοκούδουνα κεφάλια ξερνούν την πείνα των νηστικών, αρνούμαι τις στημένες επαναστάσεις που καρφιτσώνουν „σήμα κατατεθέν” στην Παγκόσμια Εμπορική Τράπεζα της τύχης των λαών, αρνούμαι την ειρήνη που προστατεύουν στο στόχαστρο του τεντωμένου όπλου.
Αρνούμαι τα σχολεία σας που με αφήνουν άλαλο, με ποδηγετούν και με κατευθύνουν δορυφόρο στον πλανήτη των συμφερόντων σας , αρνούμαι τις εκκλησίες σας που στομώνουν τη ψυχή μου και αδειάζουν το μυαλό μου, αρνούμαι τα γραφεία που με συνθλίβουν , αρνούμαι τα σχέδια και τις προτάσεις που με αποπροσανατολίζουν και με καθηλώνουν.
Δικαιούμαι ν’ αρνηθώ την προστασία και τη φιλία σας γιατί αμφισβητώ τις συνήθειες και τις σχέσεις σας.
Δικαιούμαι ν’ αρνηθώ την κοινωνικότητά σας, γιατί αμφισβητώ τις προθέσεις σας .Δεν αμφιβάλλω για το αποτέλεσμα της κοινωνικής μου ένταξης.
Αυτός ο πέπλος θα είναι της ψυχής μου ο μαρασμός.
Η ανάπηρη κοινωνία σας δεν μ’ αρέσει και αρνούμαι να γίνω δικός σας γιατί είμαι δικός μου.
Ένιωσε πως πια το αδηφάγο εκείνο μάτι, σταμάτησε να τον βλέπει. Το κουρδισμένο λαρύγγι απόκαμε να τον συμβουλεύει και κείνο το δάχτυλο που σαν κάννη τον σημάδευε δεν πρέπει να βρήκε το στόχο του κι αυτός γλίστρησε έξω. Γύρισε και κοίταξε στη λάμπα. Η πεταλούδα πεσμένη δίπλα του νεκρή. Δεν τρόμαξε. Θα ήταν ιεροσυλία.Την πήρε στην παλάμη του και φτερούγισε στο δικό του ανήφορο. Γύρω από το φως. Οι κύκλοι στένευαν. Ακουμπούσε στο ζεστό γυαλί. Μαχόταν ν’ αναπνεύσει. Μαχόταν να δει. ‘Ηθελε ν’ αρνηθεί, ν’ απαλλαχτεί, για να νικήσει. Για να σωθεί.
–Δεν θέλω να μαραθώ σε τούτα τα μονοπάτια! Γιατί να πιαστώ σ’ αυτό το δίχτυ;
Σηκώθηκε και βγήκε στη βεράντα.Χάραζε.Ψιλόβρεχε μονότονα, λυπητερά κι οι στάλες κρυφός καημός στην ψυχή του. Κρύο αγέρι έγλειψε το πρόσωπό του κι ανέμισε τα μαλλιά του. Έβαλε το στήθος του στα κάγκελα και κρέμασε το κεφάλι του στο κενό. Ρούφηξε ακόμα μια φορά το τσιγάρο κι ύστερα τ΄άφησε να πέσει. Είδε την πορεία του. Ακανόνιστη,τρελή, αθόρυβη. Κάτω από το λιγούστρο που κρύωνε.
–Όπως το τσιγάρο. Σε λιγότερο χρόνο. Μόνο που εμένα δεν θα με πατήσουν. Θα με μαζέψουν. Γύρω μου ίσως προλάβουν οι περίεργοι να με αποκαλύψουν. Θα γράψουν και οι εφημερίδες. Νεαρός αυτοκτόνησε. Ακίνητος μέσα στο φέρετρο. Τα χέρια σταυρωμένα, κλειστά τα μάτια και λουλούδια. Πολλά λουλούδια. Μια απ’ τις τρελές κι απίθανες συνήθειες να πάνε τα λουλούδια στους τάφους. Κλάμα, θρήνος κι η μάνα μου να μαλλιοτραβιέται.Ύστερα χώμα, χώμα, χώμα. Πάει κι αυτός! Τι τα θες , αυτά έχει η ζωή! Ύστερα η λησμονιά. Η άρνηση. Θέλει δύναμη να μη θυμάσαι. Η άρνηση της μνήμης ! Θα προλάβω όμως ν’ αρνηθώ! Όχι δεν θα γράψω τίποτε. Εντελώς τίποτε.Για να δικαιολογηθούμε κι εγώ κι αυτοί; Οι εξηγήσεις τον κάνουν μισό το θάνατο. Τη ζωή; Ποιος ξέρει. Δεν το βρήκα. Δεν θα το μάθω. Όλα τίποτα.
Αφέθηκε και σωριάστηκε στη γωνία.Ήρεμος, αποφασισμένος.Έχωσε το κεφάλι στα γόνατά του.Πιο πέρα από τούτο το κατώφλι δεν υπήρχε τίποτα. Αφουγκράστηκε. Σαν να άκουσε γέλια στο βάθος. Μέσα από τα κάγκελα είδε την Ασκληπιού έρημη.Έκλεισε τα μάτια του να τη δει στο σούρουπο. Κι όταν ήρθαν οι πρώτες μορφές-πράγμα παράξενο-γαλήνιες, πρόσχαρες, κουδούνισε το τηλέφωνο. Δυο, τρεις, πολλές φορές,πότε παρακαλεστικά πότε διατάζοντας. Ασυναίσθητα σηκώθηκε, προχώρησε, έφτασε στην άκρη του δωματίου,γονάτισε και σήκωσε το ακουστικό. Κανένας δεν αλύχτισε, κανένας δεν γκρίνιαξε. Περίμενε. Λίγες μόνο στιγμές ίσα ίσα να πιάσει την αρχή.΄Ισα ν’ αρχίσει η τελετή της λιτανείας.
Ν’ αφεθεί στον πειρασμό.Και άκουσε!
–Νιώθω μόνη. Είμαι μόνη. Ένα ψυχρό αναίσθητο δωμάτιο όλος μου ο χώρος, όλη μου η ζωή. Πονώ. Θέλω να κλάψω και φοβάμαι. Παλεύω για να κρατηθώ.Ψάχνω λίγο φως. Μια σχισμή. Θέλω ν’ αναπνεύσω και δεν μπορώ. Τούτο το ολονύκτιο πανηγύρι με την απελπισία και τη μοναξιά με καταβροχθίζει και παραδίνομαι γυμνή στην απέραντη ερημιά. Φοβάμαι τους ανθρώπους. Τους μιλώ και δεν καταλαβαίνουν. Τους παρακαλώ κι αυτοί με διώχνουν. Παραμιλώ κι αυτοί αδιαφορούν.Ψάχνω στον εαυτό μου.Τίποτα. Πώς κλείστηκα σ’ αυτή τη φυλακή; Ποιος μ’ έσμπρωξε; Πες μου, πες μου κάτι.
–Στα λασπωμένα πεζούλια μόνο νεκρά φύλλα πέφτουν. Ξέρεις εκείνος ο στρατιώτης στη σκοπιά του που δεν πρόλαβε να γράψει τίποτα, δεν μετάνιωσε.
–Δε θέλω τη νίκη.Τη φοβάμαι.Δε θέλω να κλείσω το χρόνο σε μια στιγμή. Δε θέλω όλη μου η ζωή
ν’ αστράψει μόνο για μια στιγμή στα μάτια μου. Θέλω να νικηθώ. Να μετανιώσω. Να προλάβω το φως.
–Το φως;
–Σε βλέπω κάθε βράδυ που το ψάχνεις. Το καρτερείς. Βοήθησέ με. Σε ποιο παράθυρο να σταθώ;
–Όλα είναι μάταια. Κυνηγάμε χίμαιρες. Ο δικός μας κόσμος δεν έχει υφάδι εδώ. Προχτές έφτυσα δυνατά να σημαδέψω έξω από τη γη. Μια τελευταία προσπάθεια. Δεν τα κατάφερα. Παραιτούμαι.
–Τη νίκη σου την ξέρω.Την βλέπω και την ακούω από χίλιες γωνιές. Μυστικό κάλεσμα της ψυχής μου. Μου απλώνει τα χέρια να στήσουμε το χορό του γάμου. Εδώ μέσα στην Ασκληπιού και πάνω από το κορμί μου ανθρώπινα κεφάλια να μου φτιάχνουν το νυφιάτικο στεφάνι. Κι ύστερα;
-Δε χωράει μοιρασιά στη νίκη. Δεν είναι λάφυρο. Είναι εντελώς δική σου και η απληστία τους δεν φτάνει να την αλλάξει. Η Ασκληπιού, έτσι γυμνοσάλιαγκας που σέρνεται…
–Κατέβα και δώσε της πόδια, πρόσωπο, πνοή. Τον τάφο μου δεν θα τον μοιραστώ. Τη ζωή μου θέλω να σκορπίσω. Να γεμίσω άδειες χούφτες, να φυτέψω γέλια, να δροσίσω καρδιές. Για να πω πως πέθανα από ζωή. Η νύχτα μου βυζαίνει το αίμα. Σκιάχτρο και φάντασμα που με τρομάζει. Θέλω τη μέρα, τον ήλιο, τους ανθρώπους, τα σφιγμένα χέρια, τον έρωτα. Είμαι η πρόκληση, ο ανοιχτός τάφος, η νίκη, εσύ, εγώ, όλος ο κόσμος, ο χορός, το τραγούδι, τα λουλούδια!
Στο ακουστικό συνεχιζόταν το σφύριγμα της κλειστής γραμμής όπως όταν το σήκωσε. Ανατρίχιασε.Όλη του η πεθυμιά, όλη του η λαχτάρα δεμένη κόμπο στο πρώτο και ύστερο φιλί. Το παράτησε και βγήκε τρέχοντας στη βεράντα. Ανάμεσα απ’ τα σύννεφα, δυο μέτρα μπόι ο ήλιος κι όλο τεντωνόταν, κι όλο σκαρφάλωνε. Η Ασκληπιού λουσμένη στ’ αντιφέγγισμα. Η ζωή γοργανάσαινε. Πάλευε να κρατηθεί. Μέχρι το σούρουπο. Μέχρι αύριο. Μέχρι…
Από μια σχισμή γλίστρησε το γέλιο στην ψυχή του κι έτρεξε να δώσει ένα χέρι κι αυτός.
Στην Ασκληπιού by Γεώργιος Αλεξανδρής is licensed under a Creative Commons Attribution 3.0 Unported License.
Based on a work at www.alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.
Πρόσφατα σχόλια