Εφούσκωσε το πανάκι
κι ανοίχτηκε το σκαρί,
με τρελό το αεράκι
σε θάλασσα ανοιχτή.
Ψηλά στην κουπαστή
εδάκρυζε ναυτάκι,
η μοίρα του σκληρή
το πότισε φαρμάκι.
Στα ξένα θε να βγει
πέρα σε άλλη χώρα,
τη θάλασσα θα πιεί,
τον άνεμο την μπόρα.
Στέκει στην κουπαστή
τα μάτια του δακρύζουν,
πίκρα έχει στην ψυχή
τα σωθικά ραγίζουν.
Έρμο το ακρογιάλι,
δεν ήρθε να τον δει
εκείνη που χαλάλι
της είπε μια αυγή,
«τη θάλασσα θα κάνω
αιώνια σου μορφή,
στα κύματα θα φτάνω
με σένα λυγερή».
Βουβό το ακρογιάλι
δεν ήρθε να τον δει
και σπάζει το κεφάλι
να βρει να θυμηθεί
γιατί δεν ήρθε αυτή
σαν πρώτα με μαντήλι,
χαιρετισμού γλυκό φιλί
να πάρει από τα χείλη.
Έριξε ματιά θολή
πάλι στο ακρογιάλι,
μην τύχει και φανεί
στο λιμάνι και πάλι.
Πονά, κλαίει και θρηνεί
ποιος ξέρει αν τη δει
πάλι ποτέ του στη ζωή,
σε κάποια επιστροφή.
Γρήγορα τραβά κουπί
σηκώθηκε τ’ αγιάζι
μακραίνει από την ακτή,
ψηλό το κύμα σκάζει.
Τη λυγερόκορμη ξανθή
στο κύμα αγναντεύει
και στ’ ανέμου την επωδή
ο μισεμός τον παιδεύει.
Αυτόματο προσχέδιο by Γεώργιος Αλεξανδρής is licensed under a Creative Commons Attribution 4.0 International License.
Based on a work at alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.
Πρόσφατα σχόλια