Μάζεψε χούφτες τον πυκνό χιονιά
και την ψιλή βροχή στην αγκαλιά,
να σβήσει του ήλιου την τρανή φωτιά.
Και στάθηκε εμπρός του μαχητής
τόσο μακριά, μακριά από τη γης,
με όπλα το χιονιά και το νερό βροχής.
Απ’ το μικρό του αλώνι, τολμηρό
σημάδεμα στο φως του το λαμπρό,
βολή και σφύριγμα από το λιακωτό.
Ξεπέταγμα ανάγκης το θαρρούσε
τ’ ωρίμασμα της άργητας πολιορκούσε,
στους ανέσπερους μύθους να τον νικούσε.
Λιώνει στα μάτια του ο ήλιος το χιονιά,
πέφτει η βροχή και πάλι στα μαλλιά,
στέφανα αγάπης μ’ ανίσκιωτα φιλιά.
Εσκέφτηκε την πέτρα να την σπάσει,
σπιτιού βαθιά θεμέλια να χαλάσει,
του ήλιου τ’ αντιφέγγισμα να προφτάσει.
Θάρρεψε μονορούφι την τρέχουσα πηγή
να στερέψει, τα ρυάκια να μείνουνε πληγή,
φλοίσβος και κελάρυσμα ποτέ μην ακουστεί.
Γνώρισμα η κρυφή σπονδή και τάξη,
άρχουσα την ιδιοτέλεια να μεταλλάξει
κι ακόλουθη την προκοπή να υποτάξει.
Γέρμα ηλιού η άγνοια και η αυταπάτη,
η νύχτα καλωσόρισμα στο μυθικό παλάτι
με ξέσκεπη κι ανέφελη τη σκέψη αμανάτι.
Βιγλάτορας των πόθων ο ήλιος να σταθεί,
στα νέφη να βιγλίσει πάθη και υπερβολή,
στο λιόκαμα να προλάβει, αρχέγονη πομπή.
10 – 7‑2024
Αυτόματο προσχέδιο by Γεώργιος Αλεξανδρής is licensed under a Creative Commons Attribution 4.0 International License.
Based on a work at alexandris23.net.
Permissions beyond the scope of this license may be available at https://alexandris23.net.
Πρόσφατα σχόλια